- οπλοφορώ
- είμαι οπλισμένος, έχω πάνω μου όπλο: Για να οπλοφορεί κανείς, πρέπει να έχει άδεια της αστυνομίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπλοφορώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οπλοφορώ — (Α ὁπλοφορῶ, έω) [οπλοφόρος] φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος αρχ. παθ. ὁπλοφοροῡμαι, έομαι (τινί) συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα … Dictionary of Greek
ὁπλοφόρῳ — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπλοφορώ — έω, Α [ὁπλοφορῶ] οπλοφορώ συγχρόνως … Dictionary of Greek
Протопсалти, Алкистис — Алкистис Протопсалти … Википедия
οπλενδυτώ — ὁπλενδυτῶ, έω (Μ) φορώ τον οπλισμό μου, αρματώνομαι, οπλοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ενδυτῶ (< ένδυτος < ἐνδύω)] … Dictionary of Greek
σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Κραουνάκης, Σταμάτης — (1955 –). Συνθέτης και στιχουργός. Ακολούθησε μουσικές σπουδές και σπουδές πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του σημαντική δουλειά (Σκουριασμένα χείλη, 1981, με τη Βίκυ Μοσχολιού) σήμανε και τη συνεργασία του με τη… … Dictionary of Greek